- προαγωγούς
- προαγωγόςleading onmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
LENO — Isid. conciliator stupri est, eo quod mentes miserorum deliniendo seducat; Festo, quod adolescentulos alliciat, dictus; Graece Μαςτροπὸς, Πορνοβόςκος, Προαγωγὸς. De quo hominum genere, sic Scalig. poet. l. 1. c. 13. ubi de Comicis Personis:… … Hofmann J. Lexicon universale